Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(τοῦ καλωδίου

  • 1 ολκη

         ὁλκή
        ἥ [ἕλκω]
        1) тяга, таскание
        

    (τοῦ καλωδίου Arst.; ἀρότρου Sext.; sc. πλοκάμου Aesch.)

        ἀπὸ μιᾶς ὁλκῆς Arst. — одним рывком;
        περὴ λόγων ὁ. Plat. — подтаскивание слов, т.е. игра словами

        2) притягивание, увлекание
        

    (ὁ. καὴ ἀγωγέ παίδων πρός τι Plat.)

        3) втягивание
        

    (πνεύματος Arst.)

        4) притяжение, влечение, тяготение, притягательная сила
        5) тяжесть, вес
        6) (весовая) драхма Sext.

    Древнегреческо-русский словарь > ολκη

  • 2 τοποθέτηση

    [-ις (-εως)] η
    1) помещение; размещение; расположение; дислокация (воен.); установка; расстановка;

    τοποθέτηση ναρκών — воен, постановка мин;

    τοποθέτηση καλωδίου — прокладка кабеля;

    2) назначение (на работу, на должность и т. п.); определение (на работу); расстановка (кадров);
    3) помещение, вложение (капитала); 4) перен. позиция;

    § η τοποθέτηση τού ζητήματος — постановка вопроса

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τοποθέτηση

См. также в других словарях:

  • Ψηφιακή, τεχνολογία — Τα συστήματα ψηφιακής τεχνολογίας (π.χ. οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ο τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός κ.λπ.) χρησιμοποιούν ψηφιακά σήματα για τη μετάδοση των δεδομένων. Οι ηλεκτρικοί παλμοί αναπαριστώνται με δυαδικά ψηφία στα ψηφιακά σήματα. Η τάση …   Dictionary of Greek

  • ρευματολήπτης — ο, Ν (ηλεκτρολ.) διάταξη για τη λήψη ρεύματος, που χρησιμοποιείται στις φορητές ηλεκτρικές συσκευές, βρίσκεται στο άκρο τού καλωδίου σύνδεσης, ενώ το άλλο του άκρο συνδέεται μόνιμα με τη συσκευή και φέρει μεταλλικές επαφές, οι οποίες συνδέονται… …   Dictionary of Greek

  • άγρευση — η (Α ἄγρευσις) [ἀγρεύω] νεοελλ. Ναυτ. (κν. πεσκάρισμα ή ντράγκα) η αναζήτηση και ανέλκυση αντικειμένων που έχουν βυθιστεί στον βόρβορο τού βυθού τής θάλασσας και δεν εξέχουν από τον πυθμένα, όπως στην περίπτωση αποκοπής τής αλυσίδας τής άγκυρας,… …   Dictionary of Greek

  • ενώνω — ένωσα, ενώθηκα, ενωμένος 1. μτβ., από δύο ή περισσότερα κάνω ένα σύνολο, ενοποιώ, συγχωνεύω: Το υδρογόνο ενώνεται με το οξυγόνο και σχηματίζει νερό. 2. συνδέω: Τους ενώνει κοινή ιδεολογία. – Η γέφυρα ενώνει τις δύο όχθες. 3. συναρμόζω, συνάπτω:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • ποδήλατο — Όχημα με δύο τροχούς ίσης διαμέτρου, εφοδιασμένους με ελαστικά και τοποθετημένους σε μεταλλικό πλαίσιο. Το π. κινείται από τη μυϊκή δύναμη των ποδιών του ατόμου το οποίο το χρησιμοποιεί. Η δύναμη προώθησης μεταδίδεται στον πίσω τροχό με μια… …   Dictionary of Greek

  • τηλέγραφος — Σύστημα τηλεπικοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τη μεταβίβαση μηνυμάτων στη μορφή διαδοχικών σημάτων, καθένα από τα οποία παριστάνει ένα γράμμα του αλφαβήτου ή ενός συνόλου γραμμάτων ή λέξεων. Ένα τηλεγραφικό σύστημα αποτελείται από μία διάταξη, η …   Dictionary of Greek

  • Μπένετ, Τζέιμς Γκόρντον, ο νεότερος — (James Gordon Bennett, Jr., Νέα Υόρκη 1841 – Μπολιέ σιρ Μερ, Γαλλική Κυανή Ακτή 1918). Αμερικανός δημοσιογράφος και εκδότης, γιος του Τζέιμς Γκόρντον Μπένετ (βλ. λ.). Συνέχισε το έργο που είχε αρχίσει ο πατέρας του και αύξησε σε μέγιστο βαθμό την …   Dictionary of Greek

  • καλώδιο, ηλεκτρικό — Ομάδα αγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, κατάλληλα συνδεμένων και μονωμένων μεταξύ τους με έναν κοινό μανδύα. Ο όρος ισχύει και στην περίπτωση ενός μόνο μονωμένου αγωγού. Τα η.κ. μπορούν να διακριθούν σε δύο μεγάλες ομάδες: σε καλώδια μεταφοράς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»